ὠνησάμην

ὠνησάμην
ὀνέομαι
D Mort.
aor ind mp 1st sg
ὀνίνημι
D Mort.
aor ind mid 1st sg
ὠνέομαι
buy
aor ind mp 1st sg
ὠνέομαι
buy
aor ind mid 1st sg (homeric ionic)
ὠνέομαι
buy
aor ind mp 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρίαμαι — Α (αποθ. ρ. εύχρ. μόνον ως αόρ. α ἐπριάμην τού ρ. ὠνοῡμαι, έομαι) 1. αγοράζω κάτι σε μια ορισμένη τιμή («καὶ πρίασθαι... τὴν καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων τεττάρων σίγλων», Ξεν.) 2. πληρώνω τα τέλη, τους φόρους πόλεως 3. (σχετικά με δούλο) μισθώνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”